- αραποσίτι
- τοτο καλαμπόκι, ο αραβόσιτος (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αραποσίτι — το ο αραβόσιτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουσ. αραβόσιτος, με επίδραση του ονόματος Αράπης] … Dictionary of Greek
αραβόσιτος — Φυτό γνωστό και ως καλαμπόκι. Ανήκει στην οικογένεια των αγρωστωδών (μονοκοτυλήδονα), αμερικανικής προέλευσης, ευρύτατα διαδεδομένο σε ολόκληρο τον κόσμο ως φυτό μεγάλης καλλιέργειας. Ο κάλαμός του έχει ύψος πάνω από 2,5 μ., είναι μάλλον χοντρός… … Dictionary of Greek
αλειτούργητος — η, ο (AM ἀλειτούργητος, ον) (νεοελλ. μσν.) αυτός που δεν καθαγιάστηκε με θεία λειτουργία νεοελλ. Ι (για ναό) 1. αυτός τού οποίου τα εγκαίνια δεν τελέστηκαν ακόμη, ο ανεγκαινίαστος 2. αυτός που παραμένει κλειστός για μεγάλο διάστημα, που δεν… … Dictionary of Greek
αραποσιτένιος — α, ο κ. αραβοσίτινος, η, ο αυτός που προέρχεται από αραποσίτι … Dictionary of Greek
επιμονή — η (AM ἐπιμονή) [επιμένω] εμμονή, σταθερότητα (α. «εξακολούθησαν να ξεφυλλίζουν τ’ αραποσίτι με την ίδια προθυμία κι επιμονή», Καρκαβίτσας β. «ἀγαστὸς κατὰ τὴν ἐπιμονὴν οὖτος ὁ ἀνήρ», Πλάτ.) νεοελλ. πείσμα μσν. διάρκεια αρχ. 1. χρονοτριβή,… … Dictionary of Greek
καλαμοσίταρο — το αραβόσιτος, αραποσίτι, καλαμπόκι … Dictionary of Greek
καλαμπόκι — Βλ. λ. αραβόσιτος. * * * το 1. το φυτό αραβόσιτος*, κν. αραποσίτι, καλαμποκιά 2. ο καρπός τής καλαμποκιάς, η «κούκλα» 3. καλαμποκάλευρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλβ. kalambok ή ιταλ. calambochi. Κατ άλλη άποψη < τουρκ. kalembek) … Dictionary of Greek
αραβόσιτος — ο δημητριακό φυτό, αραποσίτι, καλαμπόκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)